ἄδυτον: Difference between revisions
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
(SL_1) |
(1) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>ᾰδῠτον</b> (v. l. [[ἄδυτος]].) <br /> <b>1</b> [[sacred]] [[place]], [[sanctuary]] ὁ Χρυσοκόμας εὐώδεοσἐξ ἀδύτου [[εἶπε]] i. e. the [[temple]] of Delphic [[Apollo]] (O. 7.32) μαντευμάτων δὲ θεσπεσίων δοτῆρα καὶ τελεσσιε[πῆ] θεοῦ [[ἄδυτον]][ (cf. Σ. (P. 11.5), [[πυκνῶς]] δὲ τίθησιν ὁ Πίνδαρος κατὰ τὸ ἀρσενικὸν τὸν [[ἄδυτον]]· [πῆ] supp. Wil.: [πες] Galiano: [[perhaps]] the [[oracle]] of [[Apollo]] Ptoios is meant.) Πα. . 3. ὦ [[Πάν]], Ἀρκαδίας [[μεδέων]] καὶ σεμνῶν ἀδύτων [[φύλαξ]] (sc. μεγάλας Ματρός.) fr. 95. 2. | |sltr=<b>ᾰδῠτον</b> (v. l. [[ἄδυτος]].) <br /> <b>1</b> [[sacred]] [[place]], [[sanctuary]] ὁ Χρυσοκόμας εὐώδεοσἐξ ἀδύτου [[εἶπε]] i. e. the [[temple]] of Delphic [[Apollo]] (O. 7.32) μαντευμάτων δὲ θεσπεσίων δοτῆρα καὶ τελεσσιε[πῆ] θεοῦ [[ἄδυτον]][ (cf. Σ. (P. 11.5), [[πυκνῶς]] δὲ τίθησιν ὁ Πίνδαρος κατὰ τὸ ἀρσενικὸν τὸν [[ἄδυτον]]· [πῆ] supp. Wil.: [πες] Galiano: [[perhaps]] the [[oracle]] of [[Apollo]] Ptoios is meant.) Πα. . 3. ὦ [[Πάν]], Ἀρκαδίας [[μεδέων]] καὶ σεμνῶν ἀδύτων [[φύλαξ]] (sc. μεγάλας Ματρός.) fr. 95. 2. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄδῠτον:''' τό заповедное (священное) место, святилище Hom., Pind., Her., Eur., Plut., Luc.; τὸ ἀ. τῆς βίβλου Plat. самая сокровенная часть книги. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:52, 31 December 2018
English (Autenrieth)
(δύνω, ‘not to be entered’): shrine, ‘holy of holies.’
English (Slater)
ᾰδῠτον (v. l. ἄδυτος.)
1 sacred place, sanctuary ὁ Χρυσοκόμας εὐώδεοσἐξ ἀδύτου εἶπε i. e. the temple of Delphic Apollo (O. 7.32) μαντευμάτων δὲ θεσπεσίων δοτῆρα καὶ τελεσσιε[πῆ] θεοῦ ἄδυτον[ (cf. Σ. (P. 11.5), πυκνῶς δὲ τίθησιν ὁ Πίνδαρος κατὰ τὸ ἀρσενικὸν τὸν ἄδυτον· [πῆ] supp. Wil.: [πες] Galiano: perhaps the oracle of Apollo Ptoios is meant.) Πα. . 3. ὦ Πάν, Ἀρκαδίας μεδέων καὶ σεμνῶν ἀδύτων φύλαξ (sc. μεγάλας Ματρός.) fr. 95. 2.
Russian (Dvoretsky)
ἄδῠτον: τό заповедное (священное) место, святилище Hom., Pind., Her., Eur., Plut., Luc.; τὸ ἀ. τῆς βίβλου Plat. самая сокровенная часть книги.