ἀφεκτέον: Difference between revisions
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
(3) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀφεκτέον:''' ρημ. επίθ. του <i>ἀπέχομαι</i>, πρέπει να απέχει [[κάποιος]] από [[κάτι]], <i>τινός</i>, σε Ξεν. | |lsmtext='''ἀφεκτέον:''' ρημ. επίθ. του <i>ἀπέχομαι</i>, πρέπει να απέχει [[κάποιος]] από [[κάτι]], <i>τινός</i>, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀφεκτέον:''' adj. verb. к [[ἀπέχω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:52, 31 December 2018
English (LSJ)
(ἀπέχομαι)
A one must abstain from, τινός X.Mem.1.2.34; τροφῆς Porph.Abst.1.38, etc.; one must leave alone, τινός Gal. 17(2).359: so in pl. ἀφεκτ-τέα, Ar.Lys.124; cf. ἀποσχετέον.
German (Pape)
[Seite 408] man muß sich enthalten, τινός Ar. Lys. 122; Xen. Mem. 1, 2, 84 u. A.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφεκτέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἀπέχομαι, πρέπει τις νὰ ἀπέχηταί τινος, δῆλον ὅτι ἀφεκτέον εἴη τοῦ ὀρθῶς λέγειν Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 34, κτλ.· οὕτω κατὰ πληθ. -τέα Ἀριστοφ. Λυσ. 124. Πρβλ. ἀποσχετέον.
Spanish (DGE)
hay que abstenerse c. gen. de cosas y abstr. φιλημάτων X.Smp.4.26, τοῦ ὀρθῶς λέγειν X.Mem.1.2.34, cf. 2.6.1, 2, τῶν ἡδονῶν D.Chr.3.59, τῆς μουσικῆς Aristid.Quint.2.28, τροφῆς Porph.Abst.1.38
•medic. hay que evitar τοῦ φλέγματος Gal.17(2).359
•tb. en plu. ἀφεκτέα ... ἐστὶν ἡμῖν τοῦ πέους debemos abstenernos del pene Ar.Lys.124.
Greek Monotonic
ἀφεκτέον: ρημ. επίθ. του ἀπέχομαι, πρέπει να απέχει κάποιος από κάτι, τινός, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀφεκτέον: adj. verb. к ἀπέχω.