δικάστρια: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
(4)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δῐκάστρια:''' ἡ ([[δικαστής]]), [[γυναίκα]] [[δικαστής]], σε Λουκ.
|lsmtext='''δῐκάστρια:''' ἡ ([[δικαστής]]), [[γυναίκα]] [[δικαστής]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''δῐκάστρια:''' ἡ женщина-судья Luc.
}}
}}

Revision as of 06:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐκάστρια Medium diacritics: δικάστρια Low diacritics: δικάστρια Capitals: ΔΙΚΑΣΤΡΙΑ
Transliteration A: dikástria Transliteration B: dikastria Transliteration C: dikastria Beta Code: dika/stria

English (LSJ)

ἡ, fem. of δικαστής, Luc.Pisc.9.

German (Pape)

[Seite 628] ἡ, fem. zu δικαστής, Richterin, Luc. Piscat. 9.

Greek (Liddell-Scott)

δῐκάστρια: ἡ, γυνὴ δικάζουσα, θηλυκ. τοῦ δικαστής, Λουκ. Ἁλ. 9.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
femme juge.
Étymologie: δικαστής.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
juez τὴν Φιλοσοφίαν αὐτήν ... ποιοῦμαι δικάστριαν Luc.Pisc.9.

Greek Monotonic

δῐκάστρια: ἡ (δικαστής), γυναίκα δικαστής, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

δῐκάστρια: ἡ женщина-судья Luc.