δικάστρια: Difference between revisions
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
(4) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δῐκάστρια:''' ἡ ([[δικαστής]]), [[γυναίκα]] [[δικαστής]], σε Λουκ. | |lsmtext='''δῐκάστρια:''' ἡ ([[δικαστής]]), [[γυναίκα]] [[δικαστής]], σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δῐκάστρια:''' ἡ женщина-судья Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ, fem. of δικαστής, Luc.Pisc.9.
German (Pape)
[Seite 628] ἡ, fem. zu δικαστής, Richterin, Luc. Piscat. 9.
Greek (Liddell-Scott)
δῐκάστρια: ἡ, γυνὴ δικάζουσα, θηλυκ. τοῦ δικαστής, Λουκ. Ἁλ. 9.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
femme juge.
Étymologie: δικαστής.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
juez τὴν Φιλοσοφίαν αὐτήν ... ποιοῦμαι δικάστριαν Luc.Pisc.9.
Greek Monotonic
δῐκάστρια: ἡ (δικαστής), γυναίκα δικαστής, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
δῐκάστρια: ἡ женщина-судья Luc.