δυσεξερεύνητος: Difference between revisions

From LSJ

Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf

Menander, Monostichoi, 520
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσεξερεύνητος:''' -ον, αυτός που δύσκολα εξερευνάται, σε Αριστ.
|lsmtext='''δυσεξερεύνητος:''' -ον, αυτός που δύσκολα εξερευνάται, σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσεξερεύνητος:''' с трудом поддающийся исследованию Arst.
}}
}}

Revision as of 06:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσεξερεύνητος Medium diacritics: δυσεξερεύνητος Low diacritics: δυσεξερεύνητος Capitals: ΔΥΣΕΞΕΡΕΥΝΗΤΟΣ
Transliteration A: dysexereúnētos Transliteration B: dysexereunētos Transliteration C: dyseksereynitos Beta Code: dusecereu/nhtos

English (LSJ)

ον,

   A hard to explore, Arist.Pol.1330b26.

German (Pape)

[Seite 679] schwer auszuspüren, Arist. Polit.

Greek (Liddell-Scott)

δυσεξερεύνητος: -ον, δυσκόλως ἐξερευνώμενος, Ἀριστ. Πολ. 7. 11, 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à découvrir ou à explorer.
Étymologie: δυσ-, ἐξερευνάω.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de explorar, de difícil reconocimientode ciudades cuyo recorrido es complicado ἡ ... οἰκήσεων διάθεσις ... δ. [τοῖς] ἐπιτιθεμένοις Arist.Pol.1330b26.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δυσεξερεύνητος, -ον)
αυτός που δύσκολα εξερευνάται.

Greek Monotonic

δυσεξερεύνητος: -ον, αυτός που δύσκολα εξερευνάται, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

δυσεξερεύνητος: с трудом поддающийся исследованию Arst.