καταφαυλίζω: Difference between revisions
From LSJ
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
(5) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καταφαυλίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[καταφρονώ]], [[περιφρονώ]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''καταφαυλίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[καταφρονώ]], [[περιφρονώ]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταφαυλίζω:''' представлять в дурном свете или презирать (τι Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:00, 31 December 2018
English (LSJ)
A depreciate, Plu.Alex.28.
Greek (Liddell-Scott)
καταφαυλίζω: φαῦλον εὐτελές, ποταπὸν λέγω τι, καταφρονῶ, ὑποτιμῶ, καταφαυλίζων μου τὸ δεῖπνον Πλουτ. Ἀλέξ. 28, Εὐμάθ. 445.
French (Bailly abrégé)
rendre mauvais ou méprisable, déprécier.
Étymologie: κατά, φαυλίζω.
Greek Monolingual
καταφαυλίζω (Α)
χαρακτηρίζω κάτι ως ευτελές, ασήμαντο, καταφρονώ, μιλώ περιφρονητικά για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + φαυλίζω «θεωρώ κάτι ευτελές, υποτιμώ].
Greek Monotonic
καταφαυλίζω: μέλ. -σω, καταφρονώ, περιφρονώ, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
καταφαυλίζω: представлять в дурном свете или презирать (τι Plut.).