κνισάω: Difference between revisions
Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid
(5) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κνῑσάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[κνῖσα]]), [[γεμίζω]] με τον αχνό και τη [[γεύση]] της καιόμενης θυσίας, σε Ευρ., Αριστοφ. | |lsmtext='''κνῑσάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[κνῖσα]]), [[γεμίζω]] με τον αχνό και τη [[γεύση]] της καιόμενης θυσίας, σε Ευρ., Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κνῑσάω:''' и [[κνισσάω]]<br /><b class="num">1)</b> наполнять запахом сжигаемых жертв (ἀγυιάς Arph.);<br /><b class="num">2)</b> окутывать чадом жертвоприношений (βωμούς Eur.);<br /><b class="num">3)</b> сжигать жертвы, совершать жертвоприношения (βωμοῖσι Dem.; παρὰ τοὺς βωμούς Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:00, 31 December 2018
English (LSJ)
(κνῖσα)
A fill with the savour of burnt sacrifice, κ. ἀγυιάς (never τὰς ἀγυιάς) make them steam with sacrifice, Ar.Eq.1320, Av.1233, Orac. ap. D.21.51; κ. βωμούς E.Alc. 1156; intr., κ. βωμοῖσι raise the steam of sacrifice on... Orac. ap. D. 21.52; κ. παρὰ τοὺς βωμούς Luc.JTr.22.
Greek (Liddell-Scott)
κνῑσάω: μέλλ. -ήσω, (κνῖσα) πληρῶ τι διὰ τῆς κνίσης ἱερείου, κν. ἀγυιὰς (οὐδέποτε τὰς ἀγυιάς), κάμνω αὐτὰς νὰ εὐωδιάζωσιν ἐκ τῆς κνίσης τῶν καιομένων θυμάτων, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1320, Ὄρν. 1233, Χρησμ. παρὰ Δημ. 530. 28˙ κν. βωμοὺς Εὐρ. Ἄλκ. 1156˙ ἀνθ’ οὗ ἔχομεν ἀμετάβ., κνισᾶν βωμοῖσι Χρησμ. παρὰ Δημ. 531. 5˙ κν. παρὰ τοὺς βωμοὺς Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. 22.
French (Bailly abrégé)
mieux que κνισσάω;
-ῶ :
1 faire brûler, pour un sacrifice, des viandes qui exhalent de la fumée;
2 remplir de fumée ou de l’odeur des viandes rôties : βωμούς EUR des autels.
Étymologie: κνῖσα.
Greek Monotonic
κνῑσάω: μέλ. -ήσω (κνῖσα), γεμίζω με τον αχνό και τη γεύση της καιόμενης θυσίας, σε Ευρ., Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
κνῑσάω: и κνισσάω
1) наполнять запахом сжигаемых жертв (ἀγυιάς Arph.);
2) окутывать чадом жертвоприношений (βωμούς Eur.);
3) сжигать жертвы, совершать жертвоприношения (βωμοῖσι Dem.; παρὰ τοὺς βωμούς Luc.).