βουκαῖος: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βουκαῖος:''' ὁ ([[βοῦκος]]), Λατ. [[bubulcus]], [[αγελαδάρης]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''βουκαῖος:''' ὁ ([[βοῦκος]]), Λατ. [[bubulcus]], [[αγελαδάρης]], σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''βουκαῖος:''' ὁ погонщик волов или пашущий на волах Theocr.
}}
}}

Revision as of 07:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βουκαῖος Medium diacritics: βουκαῖος Low diacritics: βουκαίος Capitals: ΒΟΥΚΑΙΟΣ
Transliteration A: boukaîos Transliteration B: boukaios Transliteration C: voukaios Beta Code: boukai=os

English (LSJ)

ὁ, (βοῦκος)

   A cowherd, Nic.Th.5.    II one who ploughs with oxen, Theoc.10.1,57 (prob. a pr. n.), Nic.Fr.90.

German (Pape)

[Seite 456] ὁ, Ochsentreiber, -hirt, Theocr. 10, 1; Nic. Ih. 5, s. βοῦκος.

Greek (Liddell-Scott)

βουκαῖος: ὁ, (βοῦκος), Λατ. bubulcus, βουκόλος, «ἀγελαδάρης», Νίκ. Θ. 5. ΙΙ. ὁ ἀροτριῶν διὰ βοῶν, Θεόκρ. 10. 1, 57, Νίκ. Ἀποσπ. 35.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 bouvier;
2 qui laboure avec des bœufs.
Étymologie: βοῦκος.

Greek Monolingual

βουκαῑος, ο (Α)
1. βουκόλος
2. αυτός που οργώνει το χωράφι με βόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Βούκος (κύριο όνομα) < βουκόλος. Η λ. βουκαίος θα πρέπει να ήταν αρχικά ανθρωπωνύμιο].

Greek Monotonic

βουκαῖος: ὁ (βοῦκος), Λατ. bubulcus, αγελαδάρης, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

βουκαῖος: ὁ погонщик волов или пашущий на волах Theocr.