ζήτω: Difference between revisions
From LSJ
Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich
(16) |
(2b) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ζήτω]])<br /> ας ζήσει, ας ζήσουν<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> ([[επιφώνημα]] επιδοκιμασίας)<br /> <b>1.</b> [[εύγε]], [[μπράβο]]<br /> <b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «θα μάς φωνάξουν [[ζήτω]]» — θα μάς δεχθούν με ενθουσιασμό<br /> β) «[[ούτε]] για [[ζήτω]] δεν κάνει» — [[είναι]] [[ανάξιος]] λόγου<br /> <b>3.</b> <b>ως ουσ.</b> το [[ζήτω]]<br /> η [[ζητωκραυγή]].<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>ζή</i>-<i>τω</i>, επιφωνηματική [[χρήση]] προστ. ενεστ. γ' προσ. του <i>ζω</i>]. | |mltxt=(AM [[ζήτω]])<br /> ας ζήσει, ας ζήσουν<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> ([[επιφώνημα]] επιδοκιμασίας)<br /> <b>1.</b> [[εύγε]], [[μπράβο]]<br /> <b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «θα μάς φωνάξουν [[ζήτω]]» — θα μάς δεχθούν με ενθουσιασμό<br /> β) «[[ούτε]] για [[ζήτω]] δεν κάνει» — [[είναι]] [[ανάξιος]] λόγου<br /> <b>3.</b> <b>ως ουσ.</b> το [[ζήτω]]<br /> η [[ζητωκραυγή]].<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>ζή</i>-<i>τω</i>, επιφωνηματική [[χρήση]] προστ. ενεστ. γ' προσ. του <i>ζω</i>]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ζήτω:''' = [[ζάτω]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:04, 31 December 2018
Greek Monolingual
(AM ζήτω)
ας ζήσει, ας ζήσουν
νεοελλ.
(επιφώνημα επιδοκιμασίας)
1. εύγε, μπράβο
2. φρ. α) «θα μάς φωνάξουν ζήτω» — θα μάς δεχθούν με ενθουσιασμό
β) «ούτε για ζήτω δεν κάνει» — είναι ανάξιος λόγου
3. ως ουσ. το ζήτω
η ζητωκραυγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. ζή-τω, επιφωνηματική χρήση προστ. ενεστ. γ' προσ. του ζω].
Russian (Dvoretsky)
ζήτω: = ζάτω.