ἀκοπίαστος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(2)
(1)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκοπίαστος]], -ον) και ακόπιαστος -η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται [[χωρίς]] κόπο, που δεν προξενεί κόπο<br />«ακόπιαστη δουλειά»<br />«[[ἀκοπίαστος]] ὁδὸς» (<b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που αντέχει στους κόπους, ο [[ακαταπόνητος]]<br />«[[ακοπίαστος]] [[άνθρωπος]]»<br />«ἀκοπίαστον φῶς ἡλίου»<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[εύκολος]], ο [[άκοπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>κοπιῶ</i> (-<i>άζω</i>)].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκοπίαστος]], -ον) και ακόπιαστος -η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται [[χωρίς]] κόπο, που δεν προξενεί κόπο<br />«ακόπιαστη δουλειά»<br />«[[ἀκοπίαστος]] ὁδὸς» (<b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που αντέχει στους κόπους, ο [[ακαταπόνητος]]<br />«[[ακοπίαστος]] [[άνθρωπος]]»<br />«ἀκοπίαστον φῶς ἡλίου»<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[εύκολος]], ο [[άκοπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>κοπιῶ</i> (-<i>άζω</i>)].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκοπίαστος:''' неутомительный ([[ὁδός]] Arst.).
}}
}}

Revision as of 07:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκοπίαστος Medium diacritics: ἀκοπίαστος Low diacritics: ακοπίαστος Capitals: ΑΚΟΠΙΑΣΤΟΣ
Transliteration A: akopíastos Transliteration B: akopiastos Transliteration C: akopiastos Beta Code: a)kopi/astos

English (LSJ)

ον, (κοπιάω)

   A not wearying, ὁδός Arist.Mu.391a12 (v.l. -ατος).    II untiring, unwearied, φῶς ἡλίου Herm. ap. Stob.1.49.44. Adv. -άστως Sch.S.Aj.852.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκοπίαστος: -ον, (κοπιάω) ὁ μὴ προξενῶν κόπωσιν, ὁδός, Ἀριστ. Κοσμ. 1. 2. ΙΙ. ὁ μὴ καταβαλλόμενος ὑπὸ κόπου, Στοβ. Ἐκλ. 1. 952. - Ἐπίρρ. -άστως, Σχόλ. εἰς Σοφ. Αἴ. 852. ὡσαύτως -αστί, Σωκρ. Ἐκκλ. Ἱστ. 6. 11.

Spanish (DGE)

-ον
1 infatigable φῶς ἡλίου Corp.Herm.Fr.23.34
subst. τὸ ἀ. resistencia, aguante de los dioses τὸ ταχὺ καὶ ἀ. αὐτῶν Sch.Pi.P.9.119b.
2 adv. -ως incansablemente Sch.S.Ai.837cCh.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκοπίαστος, -ον) και ακόπιαστος -η, -ο
1. αυτός που γίνεται χωρίς κόπο, που δεν προξενεί κόπο
«ακόπιαστη δουλειά»
«ἀκοπίαστος ὁδὸς» (Αριστοτ.)
2. εκείνος που αντέχει στους κόπους, ο ακαταπόνητος
«ακοπίαστος άνθρωπος»
«ἀκοπίαστον φῶς ἡλίου»
νεοελλ.
ο εύκολος, ο άκοπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + κοπιῶ (-άζω)].

Russian (Dvoretsky)

ἀκοπίαστος: неутомительный (ὁδός Arst.).