κατακερτομέω: Difference between revisions
From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
(5) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κατακερτομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[χλευάζω]] έντονα, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''κατακερτομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[χλευάζω]] έντονα, σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατακερτομέω:''' бранить, оскорблять (τινα Her.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:13, 31 December 2018
English (LSJ)
A rail violently, Hdt.1.129; τινα at a person, Id.2.135, Ph.2.440; τινος Nic.Dam.3 J., Polyaen.1.34.2, Longus 2.20.
German (Pape)
[Seite 1352] schelten, verspotten; καὶ καταχαίρω Her. 1, 129; πολλὰ κατεκερτόμησέ νιν 2, 135; Sp., auch τινός, wie Polyaen. 1, 34, 1; Long. 2, 20; καὶ ἐπιχλευάζειν τινί Philo.
Greek (Liddell-Scott)
κατακερτομέω: διὰ κακολογιῶν πειράζω τινά, χλευάζω, σκώπτω, ὀνειδίζω ἰσχυρῶς, μετὰ σφοδρότητος, κατέχαιρε καὶ κατεκερτόμει Ἡρόδ. 1. 129· τινα ὁ αὐτ. 2.135· τινος Πολύαιν. 1. 34, 1· κατακερτομούμενον πρὸς τῶν ἀντιπάλων ὁ αὐτ. 1041.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
accabler d’injures.
Étymologie: κατά, κερτομέω.
Greek Monotonic
κατακερτομέω: μέλ. -ήσω, χλευάζω έντονα, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
κατακερτομέω: бранить, оскорблять (τινα Her.).