καταβόστρυχος: Difference between revisions

2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταβόστρῡχος:''' -ον, αυτός που έχει φουντωτά μαλλιά, σε Ευρ.
|lsmtext='''καταβόστρῡχος:''' -ον, αυτός που έχει φουντωτά μαλλιά, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''καταβόστρῠχος:''' с длинными кудрями, кудрявый ([[νεανίας]] Eur.).
}}
}}