ἀποζεύγνυμαι: Difference between revisions

From LSJ

περιστάσεις ἄνδρα δεικνύουσιν → circumstances show the man

Source
(3)
(1)
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποζεύγνῠμαι:''' αόρ. αʹ <i>-εζεύχθην</i>, αόρ. βʹ -εζύγην [ῠ]· Παθ., χωρίζομαι, αποχωρίζομαι από κάποιον, <i>γυναικός</i>, σε Ευρ.· <i>εἰ γάμων ἀπεζύγην</i>, εάν ήμουν [[ελεύθερος]] από τα [[δεσμά]] του γάμου, στον ίδ.· <i>ἀπεζύγην [[πόδας]]</i>, ανεχώρησα [[πεζός]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἀποζεύγνῠμαι:''' αόρ. αʹ <i>-εζεύχθην</i>, αόρ. βʹ -εζύγην [ῠ]· Παθ., χωρίζομαι, αποχωρίζομαι από κάποιον, <i>γυναικός</i>, σε Ευρ.· <i>εἰ γάμων ἀπεζύγην</i>, εάν ήμουν [[ελεύθερος]] από τα [[δεσμά]] του γάμου, στον ίδ.· <i>ἀπεζύγην [[πόδας]]</i>, ανεχώρησα [[πεζός]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποζεύγνῠμαι:''' (aor. 1 ἀπεζεύχθην, aor. 2 ἀπεζύγην) досл. отпрягаться, перен. отделяться: ἀ. τινος Eur. быть разлученным с кем-л.; [[δεῦρο]] ἀπεζύγην πόδας Aesch. я пешком пришел сюда.
}}
}}

Revision as of 07:16, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

ἀποζεύγνυμαι: ἀόρ. -εζύγην [ῠ], ἀλλὰ καὶ -εζεύχθην Εὐρ. Ἠλ. 284, Ἀνθ. Π. 12. 226: - Παθ., ἀποχωρίζομαι ἀπό τινος, τέκνων, γυναικὸς Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1376, Μήδ. 1017· εἰ γάμων ἀπεζύγην; ἂν ἤμην ἐλεύθερος ἀπό…, ὁ αὐτ. Ἱκ. 791· ὀρφανὸς ἀποζυγεὶς ὁ αὐτ. Φοίν. 988: ὥσπερ δεῦρ’ ἀπεζύγην πόδας (γραπτέον πόδα), ὡς ἀνεχώρησα καὶ ἦλθον ἐνταῦθα πεζῇ, ὡς τὸ βαίνειν πόδα (ἴδε τὸ ῥῆμα βαίνω Α. ΙΙ. 4), Αἰσχύλ. Χο. 676. 2) τὸ ἐνεργ. ἀπαντᾷ ἐν Μανέθ. 3. 85, ἢ γὰρ ἀποζεύγνυσι συνεύνων.

Greek Monotonic

ἀποζεύγνῠμαι: αόρ. αʹ -εζεύχθην, αόρ. βʹ -εζύγην [ῠ]· Παθ., χωρίζομαι, αποχωρίζομαι από κάποιον, γυναικός, σε Ευρ.· εἰ γάμων ἀπεζύγην, εάν ήμουν ελεύθερος από τα δεσμά του γάμου, στον ίδ.· ἀπεζύγην πόδας, ανεχώρησα πεζός, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποζεύγνῠμαι: (aor. 1 ἀπεζεύχθην, aor. 2 ἀπεζύγην) досл. отпрягаться, перен. отделяться: ἀ. τινος Eur. быть разлученным с кем-л.; δεῦρο ἀπεζύγην πόδας Aesch. я пешком пришел сюда.