ἀνθυποβάλλω: Difference between revisions

From LSJ

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
(4)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ἀνθυποβάλλω]])<br /><b>1.</b> [[υποβάλλω]] [[ένσταση]], [[μηνύω]], [[αντικρούω]] αυτόν που με έχει μηνύσει<br /><b>2.</b> υποκαθιστω με [[απάτη]].
|mltxt=(Α [[ἀνθυποβάλλω]])<br /><b>1.</b> [[υποβάλλω]] [[ένσταση]], [[μηνύω]], [[αντικρούω]] αυτόν που με έχει μηνύσει<br /><b>2.</b> υποκαθιστω με [[απάτη]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνθυποβάλλω:''' представлять встречные доводы, возражать (τινί Aeschin.).
}}
}}

Revision as of 07:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθυποβάλλω Medium diacritics: ἀνθυποβάλλω Low diacritics: ανθυποβάλλω Capitals: ΑΝΘΥΠΟΒΑΛΛΩ
Transliteration A: anthypobállō Transliteration B: anthypoballō Transliteration C: anthypovallo Beta Code: a)nqupoba/llw

English (LSJ)

   A bring objections in turn, retort, Aeschin.3.209.    II substitute fraudulently, Ph.2.630.

German (Pape)

[Seite 235] dagegen Einwendungen machen, Aesch. 3, 209.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθυποβάλλω: φέρω ἐνστάσεις τινί, ἀντερωτῶ, ὅταν ὑμᾶς ἐρωτᾷ ποῖ καταφύγω, ἄνδρες Ἀθηναῖοι; ... ἀνθυποβάλλετε αὐτῷ, ὁ δὲ δῆμος ὁ Ἀθηναίων ποῖ καταφύγῃ, Δημόσθενες; Αἰσχίν. 83 ἐν τέλ.

Spanish (DGE)

1 refutar c. dat. αὐτῷ Aeschin.3.209.
2 sustituir con fraude ζυγὸν ἄδικον Ph.2.630.

Greek Monolingual

ἀνθυποβάλλω)
1. υποβάλλω ένσταση, μηνύω, αντικρούω αυτόν που με έχει μηνύσει
2. υποκαθιστω με απάτη.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθυποβάλλω: представлять встречные доводы, возражать (τινί Aeschin.).