τραγηματίζω: Difference between revisions

From LSJ

φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τρᾰγημᾰτίζω:''' [[τρώω]] ζαχαρωτά, σε Αριστ.· ομοίως στο Μέσ. τύπο, <i>τραγηματίζομαι</i>, σε Θεόφρ.
|lsmtext='''τρᾰγημᾰτίζω:''' [[τρώω]] ζαχαρωτά, σε Αριστ.· ομοίως στο Μέσ. τύπο, <i>τραγηματίζομαι</i>, σε Θεόφρ.
}}
{{elru
|elrutext='''τρᾰγημᾰτίζω:''' тж. med. есть лакомства, лакомиться Arst., Men.
}}
}}

Revision as of 07:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τραγημᾰτίζω Medium diacritics: τραγηματίζω Low diacritics: τραγηματίζω Capitals: ΤΡΑΓΗΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: tragēmatízō Transliteration B: tragēmatizō Transliteration C: tragimatizo Beta Code: traghmati/zw

English (LSJ)

   A eat τραγήματα, ἐν τοῖς θεάτροις Arist. EN1175b12:—more freq. in Med., Men.518.14, Thphr.Char.11.4, Ath.4.140e, etc.

German (Pape)

[Seite 1132] Arist. eth. 10, 5, u. gew. τραγηματίζομαι, Nachtisch, Naschwerk essen, naschen, Men. bei Ath. IV, 172 b.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰγημᾰτίζω: τρώγω τραγήματα· ἐν τοῖς θεάτροις Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 10. 5, 4· συνηθέστερον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, τραγηματίζομαι Μένανδρ. ἐν «Ψευδηρακλεῖ» 1. 14, Θεοφρ. Χαρ. 12, Ἀθήν. 140Ε, κλπ.

French (Bailly abrégé)

manger pour dessert ou comme régal;
Moy. τραγηματίζομαι m. sign.
Étymologie: τράγημα.

Greek Monolingual

Α τράγημα, τραγήματος]
τρώω τραγήματα.

Greek Monotonic

τρᾰγημᾰτίζω: τρώω ζαχαρωτά, σε Αριστ.· ομοίως στο Μέσ. τύπο, τραγηματίζομαι, σε Θεόφρ.

Russian (Dvoretsky)

τρᾰγημᾰτίζω: тж. med. есть лакомства, лакомиться Arst., Men.