πλινθυφής: Difference between revisions
From LSJ
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
(6) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πλινθῠφής:''' -ές ([[ὑφαίνω]]), αυτός που είναι κατασκευασμένος με πλίνθους, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''πλινθῠφής:''' -ές ([[ὑφαίνω]]), αυτός που είναι κατασκευασμένος με πλίνθους, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πλινθῠφής:''' сделанный из кирпичей, кирпичный (δόμοι Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ές, (ὑφαίνω)
A brick-built, A.Pr.450.
German (Pape)
[Seite 637] ές, von Ziegeln erbau't, Aesch. Prom. 448, δόμοι.
Greek (Liddell-Scott)
πλινθῠφής: -ές, (ὑφαίνω) ὁ ἐκ πλίνθων ᾠκοδομημένος, Αἰσχύλ. Πρ. 450.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
bâti (propr. tissé) en briques.
Étymologie: πλίνθος, ὑφαίνω.
Greek Monolingual
-ές, Α
χτισμένος, οικοδομημένος με πλίνθους, πλινθόκτιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλίνθος + -υφής (< ὕφος< ὑφαίνω), πρβλ. λινο-υφής].
Greek Monotonic
πλινθῠφής: -ές (ὑφαίνω), αυτός που είναι κατασκευασμένος με πλίνθους, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
πλινθῠφής: сделанный из кирпичей, кирпичный (δόμοι Aesch.).