ἀμφημερινός: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
(3)
(1)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμφημερινὸς]] και [[ἀμφήμερος]] [[πυρετός]], ο (Α)<br />[[καθημερινός]] (σε αντίθ. [[προς]] τα [[τριταῖος]], [[τεταρταῖος]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[ἀμφημερινὸς]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἡμερινὸς</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἡμέρα]] και ο τ. [[ἀμφήμερος]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[ήμερος]] <span style="color: red;"><</span> [[ἡμέρα]].
|mltxt=[[ἀμφημερινὸς]] και [[ἀμφήμερος]] [[πυρετός]], ο (Α)<br />[[καθημερινός]] (σε αντίθ. [[προς]] τα [[τριταῖος]], [[τεταρταῖος]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[ἀμφημερινὸς]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἡμερινὸς</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἡμέρα]] και ο τ. [[ἀμφήμερος]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[ήμερος]] <span style="color: red;"><</span> [[ἡμέρα]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμφημερινός:''' ежедневный (πυρετοί Plat.).
}}
}}

Revision as of 07:24, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 134] πυρετός, das tägliche Fieber, Plat. Tim. 86 a; Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφημερῐνός: πυρετὸς καθημερινός, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν διάτριτον καὶ τεταρταῖον, ὡς καὶ πρὸς τὸν νυκτερινόν, Ἱππ. Ἐπιδ. 1. 944, Πλάτ. Τίμ. 86Α· πρβλ. Μοῖριν ἔκδ. Πιερσ. σ. 46: ― οὕτως, ἀμφήμερος (ἐνν. πυρετὸς) Σοφ. Ἀποσπ. 448.

Spanish (DGE)

-όν
diario πυρετός fiebre cotidiana op. otros tipos de fiebres, Hp.Epid.1.6, cf. Morb.Sacr.1.6, Nat.Hom.15, Pl.Ti.86a, Gal.7.336, Ph.1.427, Cass.Fel.59, POxy.1151.36 (V a.C.), Cyran.1.21.60, 1.24.41
neutr. como adv. τοῖσι πυρεταίνουσι ἀμφημερινόν a los que tienen fiebres cotidianas Aret.SD 1.2.1.

Greek Monolingual

ἀμφημερινὸς και ἀμφήμερος πυρετός, ο (Α)
καθημερινός (σε αντίθ. προς τα τριταῖος, τεταρταῖος).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ἀμφημερινὸς < ἀμφ(ι)- + ἡμερινὸς < ἡμέρα και ο τ. ἀμφήμερος < ἀμφ(ι)- + -ήμερος < ἡμέρα.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφημερινός: ежедневный (πυρετοί Plat.).