εὑρεσιλογία: Difference between revisions

From LSJ

ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → the tears of whores and public speakers are identical

Source
(15)
(2b)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=εὐρεσιλογία, ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[ευρησιλογία]].
|mltxt=εὐρεσιλογία, ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[ευρησιλογία]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὑρεσῐλογία:''' ἡ<b class="num">1)</b> бойкость речи, словесная изворотливость Polyb., Diod.;<br /><b class="num">2)</b> хитросплетение, игра словами Plut.
}}
}}

Revision as of 07:24, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1092] ἡ, richtiger εὑρησιλογία, Geschicklichkeit im Erfinden u. Ersinnen von Gründen u. Worten, um Etwas zu beweisen, bes. um Einem Etwas vorzuspiegeln, διὰ τῆς πρὸς ἀλλήλους εὑρεσιλογίας Pol. 18, 29, 3; Plut. def. or. 8 u. a. Sp. – Auch = der Beweis, der Grund, Strab.

Greek (Liddell-Scott)

εὑρεσιλογία: ἡ, ἱκανότης περὶ τὴν εὕρεσιν λέξεων, εὐφράδεια, Εὐγλωττία, Πολύβ. 18. 29, 3, Διόδ. 1. 37, κτλ.: - σοφιστικὴ χρῆσις τῶν λέξεων, ἱκανότηςἐμπειρία εἰς τὸν σχηματισμὸν λογοπαιγνίων, Πλούτ. 2. 1033Β, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 20, 35· - εὑρησιλογία εἶναι συχνὴ διάφ. γραφή.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
habileté à trouver des raisons ou des paroles, facilité de parole.
Étymologie: εὑρίσκω, λόγος.

Greek Monolingual

εὐρεσιλογία, ἡ (Α)
βλ. ευρησιλογία.

Russian (Dvoretsky)

εὑρεσῐλογία:1) бойкость речи, словесная изворотливость Polyb., Diod.;
2) хитросплетение, игра словами Plut.