κρητισμός: Difference between revisions
From LSJ
διφθέραι σταδιαῖαι τοῖς μεγέθεσιν → hides a stade in size, hides fastened together so as to cover a place an entire stadium in extent
(21) |
(3) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κρητισμός]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> η [[συμπεριφορά]] τών Κρητών<br /><b>2.</b> [[ψευδολογία]] («ὁ δὲ κρητισμῷ [[χρησάμενος]] τὰ μὲν χρήματα [[νύκτωρ]] ανέλαβεν», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρητίζω]]. Η [[λέξη]] μαρτυρείται από το 1889 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>]. | |mltxt=[[κρητισμός]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> η [[συμπεριφορά]] τών Κρητών<br /><b>2.</b> [[ψευδολογία]] («ὁ δὲ κρητισμῷ [[χρησάμενος]] τὰ μὲν χρήματα [[νύκτωρ]] ανέλαβεν», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρητίζω]]. Η [[λέξη]] μαρτυρείται από το 1889 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κρητισμός:''' ὁ «критский» образ действий, т. е. плутни, обман (κρητισμῷ [[χρῆσθαι]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 31 December 2018
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
conduite digne d’un Crétois, càd fourberie.
Étymologie: κρητίζω.
Greek Monolingual
κρητισμός, ὁ (Α)
1. η συμπεριφορά τών Κρητών
2. ψευδολογία («ὁ δὲ κρητισμῷ χρησάμενος τὰ μὲν χρήματα νύκτωρ ανέλαβεν», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρητίζω. Η λέξη μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Russian (Dvoretsky)
κρητισμός: ὁ «критский» образ действий, т. е. плутни, обман (κρητισμῷ χρῆσθαι Plut.).