κρητισμός

From LSJ

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρητισμός Medium diacritics: κρητισμός Low diacritics: κρητισμός Capitals: ΚΡΗΤΙΣΜΟΣ
Transliteration A: krētismós Transliteration B: krētismos Transliteration C: kritismos Beta Code: krhtismo/s

English (LSJ)

ὁ, Cretan behaviour, i.e. lying, Plu. Aem. 26.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
conduite digne d'un Crétois, càd fourberie.
Étymologie: κρητίζω.

Greek Monolingual

κρητισμός, ὁ (Α)
1. η συμπεριφορά τών Κρητών
2. ψευδολογία («ὁ δὲ κρητισμῷ χρησάμενος τὰ μὲν χρήματα νύκτωρ ανέλαβεν», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρητίζω. Η λέξη μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Russian (Dvoretsky)

κρητισμός: ὁ «критский» образ действий, т. е. плутни, обман (κρητισμῷ χρῆσθαι Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρητισμός -οῦ, ὁ [κρητίζω] Cretenzisch gedrag, d.w.z. list en bedrog.