βλοσυρόφρων: Difference between revisions
From LSJ
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
(7) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βλοσυρόφρων]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει σκληρό, άγριο [[φρόνημα]]. | |mltxt=[[βλοσυρόφρων]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει σκληρό, άγριο [[φρόνημα]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βλοσῠρόφρων:''' 2, gen. ονος твердый, мужественный Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A savage-minded, A.Supp.833 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 450] Aesch. Suppl. 813, heldenhaft gesinnt.
Greek (Liddell-Scott)
βλοσυρόφρων: -ον, ὁ ἔχων βλοσυρόν, ἄγριον φρόνημα, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 833.
French (Bailly abrégé)
ων, ον :
à l’âme cruelle.
Étymologie: βλοσυρός, φρήν.
Spanish (DGE)
(βλοσῠρόφρων) -ον
de fiera intención subst. βλοσυρόφρονα χλιδᾷ δύσφορα cunden insoportables intenciones brutales A.Supp.833.
Greek Monolingual
βλοσυρόφρων, -ον (Α)
αυτός που έχει σκληρό, άγριο φρόνημα.
Russian (Dvoretsky)
βλοσῠρόφρων: 2, gen. ονος твердый, мужественный Aesch.