ὁμόδημος: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὁμόδημος:''' Δωρ. -δᾱμος, -ον, αυτός που ανήκει στον ίδιο δήμο ή στην [[ίδια]] [[γενιά]], σε Πίνδ.· <i>τινι</i>, με κάποιον, στον ίδ.
|lsmtext='''ὁμόδημος:''' Δωρ. -δᾱμος, -ον, αυτός που ανήκει στον ίδιο δήμο ή στην [[ίδια]] [[γενιά]], σε Πίνδ.· <i>τινι</i>, με κάποιον, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμόδημος:''' дор. [[ὁμόδαμος|ὁμόδᾱμος]] 2 принадлежащий к тому же народу (ὁ. Σπαρτῶν [[γένει]] Pind.); единоплеменный ([[γόνος]] Pind.).
}}
}}

Revision as of 07:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόδημος Medium diacritics: ὁμόδημος Low diacritics: ομόδημος Capitals: ΟΜΟΔΗΜΟΣ
Transliteration A: homódēmos Transliteration B: homodēmos Transliteration C: omodimos Beta Code: o(mo/dhmos

English (LSJ)

Dor. -δᾱμος, ον,

   A of the same people or race, γόνος Pi.O.9.44 ; τινι with one, Id.I.1.30.

German (Pape)

[Seite 333] von demselben Volke; ὁμόδαμος ἐὼν Σπαρτῶν γένει, Pind. I. 1, 30; γόνος, Ol. 9, 43.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόδημος: Δωρ. -δᾱμος, ον, ὁ ἐκ τοῦ αὐτοῦ δήμου ἢ τῆς αὐτῆς γενεᾶς, γόνος Πινδ. Ο. 9. 69· τινι, μετά τινος, ὁ αὐτ. ἐν Ι. 1. 140.

Greek Monolingual

ὁμόδημος, δωρ. τ. ὁμόδαμος, -ον (Α)
αυτός που προέρχεται από τον ίδιο δήμο ή από την ίδια φυλή («ὁμόδαμος ἐὼν Σπαρτῶν γένει», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + δῆμος (πρβλ. κοινό-δημος)].

Greek Monotonic

ὁμόδημος: Δωρ. -δᾱμος, -ον, αυτός που ανήκει στον ίδιο δήμο ή στην ίδια γενιά, σε Πίνδ.· τινι, με κάποιον, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ὁμόδημος: дор. ὁμόδᾱμος 2 принадлежащий к тому же народу (ὁ. Σπαρτῶν γένει Pind.); единоплеменный (γόνος Pind.).