ἐξερεύγομαι: Difference between revisions
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
(4) |
(2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐξερεύγομαι:''' Παθ., λέγεται για ποτάμια, [[εκβάλλω]], χύνομαι, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''ἐξερεύγομαι:''' Παθ., λέγεται για ποτάμια, [[εκβάλλω]], χύνομαι, σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐξερεύγομαι:''' <b class="num">1)</b> изливаться Arst.: ὁ ποταμὸς ἐξερεύγεται στόμασι [[τεσσεράκοντα]] Her. река впадает (в море) сорока устьями;<br /><b class="num">2)</b> физиол. очищаться (διὰ τὸ [[σῶμα]] ἐξερεύγεσθαι Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:32, 31 December 2018
English (LSJ)
A vomit forth, πλῆθος βατράχων LXXWi.19.10, al.; ἀφρόν, of honey when boiled, Gal.6.273: metaph., λόγον ἀγαθόν LXXPs.44(45).1. II of a tumour, break out, Hp.Prorrh.1.168. III Med. or Pass., of rivers, empty themselves, Hdt.1.202, Arist.HA603a14, D.H.1.9, etc.; of veins, discharge, Hp.Oss.14. (Cf. ἐξερυγγάνω.)
Greek Monolingual
(AM ἐξερεύγομαι) ερεύγομαι
βγάζω ορμητικά, ξερνώ («ἐξηρεύξατο ὁ ποταμὸς πλῆθος βατράχων», ΠΔ)
μσν.
ρουφῶ
(«κἄν ὅλας θαλάττας ἐξερεύξωμαι, οὐ κατασβέσω τὴν φλόγα»)
αρχ.
1. (για όγκο) ανοίγω
2. (για ποταμό) εκβάλλω
3. (για φλέβα) αδειάζω.
Greek Monotonic
ἐξερεύγομαι: Παθ., λέγεται για ποτάμια, εκβάλλω, χύνομαι, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξερεύγομαι: 1) изливаться Arst.: ὁ ποταμὸς ἐξερεύγεται στόμασι τεσσεράκοντα Her. река впадает (в море) сорока устьями;
2) физиол. очищаться (διὰ τὸ σῶμα ἐξερεύγεσθαι Arst.).