ἀλεκτορίσκος: Difference between revisions
From LSJ
Οὐπώποτ' ἐζήλωσα πολυτελῆ νεκρόν → Numquam probarim sumptuosum mortuum → Nie preis ich einen Toten selbst im Prachtgewand
(2) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀλεκτορίσκος:''' ὁ, υποκορ. του [[ἀλέκτωρ]], [[πετεινάρι]], σε Βάβρ. | |lsmtext='''ἀλεκτορίσκος:''' ὁ, υποκορ. του [[ἀλέκτωρ]], [[πετεινάρι]], σε Βάβρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀλεκτορίσκος:''' (ᾰ) ὁ петушок Babr. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:33, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ, Dim. of ἀλέκτωρ,
A cockerel, Babr.5.1, Aesop.341.12: as ornament, ἀ. χαλκοῦς Roussel Cultes Egyptiens 230 (Delos).
German (Pape)
[Seite 92] ὁ, Hähnlein, Babr. 5, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλεκτορίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ ἀλέκτωρ, «πετεινάρι», Βαβρ. 5. 1., 97, 9.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
jeune coq.
Étymologie: ἀλέκτωρ.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ pollo, pollito ἀλεκτορίσκων ἦν μάχη Ταναγραίων Babr.5.1
•como ofrenda votiva ἀ. χαλκοῦς ID 1434.20, 1442A.46 (II a.C.).
Greek Monolingual
ἀλεκτορίσκος, ο (Α)
κοκοράκι, πετεινάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. της λ. (ἀλέκτωρ, -ορος].
Greek Monotonic
ἀλεκτορίσκος: ὁ, υποκορ. του ἀλέκτωρ, πετεινάρι, σε Βάβρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀλεκτορίσκος: (ᾰ) ὁ петушок Babr.