ἕκπλεθρος: Difference between revisions
οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἕκπλεθρος:''' -ον (ἕξ, [[πλέθρον]]), αυτός που έχει [[μήκος]] έξι πλέθρα, δηλ. ενός σταδίου (184 μέτρων), σε Ευρ. | |lsmtext='''ἕκπλεθρος:''' -ον (ἕξ, [[πλέθρον]]), αυτός που έχει [[μήκος]] έξι πλέθρα, δηλ. ενός σταδίου (184 μέτρων), σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἕκπλεθρος:''' равный шести плетрам, т. е. одному стадию (или 185 м) ([[δρόμος]] Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A six plethra long, Phryn.387 ; in ἕ. ἀγών, = στάδιον, E.El.883, and κῶλον ἕ. δρόμου Id.Med.1181 (where Sch. expl. μέγα καὶ ὑπερβαῖνον πλέθρου μέτρον) ἔ. is the better reading, narrowing.
German (Pape)
[Seite 773] sechs Plethren, also ein Stadium lang, ἀγών, = στάδιον, Eur. El. 883; δρόμος Med. 1181.
Greek (Liddell-Scott)
ἕκπλεθρος: -ον, ἔχων μῆκος ἓξ πλέθρων, ἕκπλ. ἀγὼν = στάδιον, Εὐρ. Ἠλ. 883· ἕκπλ. δρόμος ὁ αὐτ. Μήδ. 1181. ― Περὶ τοῦ τύπου ἴδε Λοβ. Φρύν. 414.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
long de six plèthres.
Étymologie: ἕξ, πλέθρον.
Spanish (DGE)
v. ἑξάπλεθρος.
Greek Monolingual
ἕκπλεθρος, -ον (Α)
αυτός που έχει μήκος έξι πλέθρων.
Greek Monotonic
ἕκπλεθρος: -ον (ἕξ, πλέθρον), αυτός που έχει μήκος έξι πλέθρα, δηλ. ενός σταδίου (184 μέτρων), σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἕκπλεθρος: равный шести плетрам, т. е. одному стадию (или 185 м) (δρόμος Eur.).