ἀπόσυρμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως δίκαιος καρπὸν εὐθέως φέρει → Cupiditas, quae sit iusta, fructum fert statim → Gerechtes Streben bringt geradewegs Ertrag

Menander, Monostichoi, 140
(5)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπόσυρμα]], το (Α) [[αποσύρω]]<br /><b>1.</b> αυτό που αποσύρεται, που αφαιρείται, το εκλέπισμα, η [[εκδορά]]<br /><b>2.</b> σκουριές που μένουν [[μετά]] την [[επεξεργασία]] του μετάλλου.
|mltxt=[[ἀπόσυρμα]], το (Α) [[αποσύρω]]<br /><b>1.</b> αυτό που αποσύρεται, που αφαιρείται, το εκλέπισμα, η [[εκδορά]]<br /><b>2.</b> σκουριές που μένουν [[μετά]] την [[επεξεργασία]] του μετάλλου.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπόσυρμα:''' ατος τό стружка, обрезок (ἀποσύρματα τῶν μετάλλων Arst.).
}}
}}

Revision as of 07:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόσυρμα Medium diacritics: ἀπόσυρμα Low diacritics: απόσυρμα Capitals: ΑΠΟΣΥΡΜΑ
Transliteration A: apósyrma Transliteration B: aposyrma Transliteration C: aposyrma Beta Code: a)po/surma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A that which is peeled cff, abrasion, Hp.Liqu.2, Dsc.1.30.    2 mark left by a rope dragged along, POxy.69.8 (ii A. D.).    II rubbish left in working mines, Arist.Mir.833a29.

German (Pape)

[Seite 328] τό, das Abgezogene, Abgeschabte, Arist. u. A.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόσυρμα: τό, τὸ ἀποσυρόμενον, ἤτοι τὸ γύρωθεν ἀφαιρούμενον, ἐκλέπισμα, Ἱππ. 426. 10, Διοσκ. 1. 36: πρβλ. σύρμα Ι. 3. ΙΙ. σκωρίαι καταλελειμμέναι μετὰ τὴν ἐξεργασίων τοῦ μετάλλου, Ἀριστ. π. Θαυμ. 42.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 fragmento de piel, escoriación Hp.Liqu.2, 3, Dsc.1.30, Gal.10.1007, 13.417
desecho, limadura de las minas, Arist.Mir.833a29
raspadura, serrín ἀ. τοῦ ξύλου Poll.5.34.
2 marca, rastro de una cuerda al ser arrastrada POxy.69.8 (II d.C.).
3 medic. tipo de emplasto abrasivo Scrib.Larg.215.

Greek Monolingual

ἀπόσυρμα, το (Α) αποσύρω
1. αυτό που αποσύρεται, που αφαιρείται, το εκλέπισμα, η εκδορά
2. σκουριές που μένουν μετά την επεξεργασία του μετάλλου.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόσυρμα: ατος τό стружка, обрезок (ἀποσύρματα τῶν μετάλλων Arst.).