ἐπένδυμα: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπένδῠμα:''' -ατος, τό, [[πανωφόρι]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἐπένδῠμα:''' -ατος, τό, [[πανωφόρι]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπένδῠμα:''' ατος τό эпендима (род верхнего платья) Plut.
}}
}}

Revision as of 07:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπένδῠμα Medium diacritics: ἐπένδυμα Low diacritics: επένδυμα Capitals: ΕΠΕΝΔΥΜΑ
Transliteration A: epéndyma Transliteration B: ependyma Transliteration C: ependyma Beta Code: e)pe/nduma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A upper garment, Aq.Ex.28.26, al., f.l. in Plu.Alex.32.

German (Pape)

[Seite 915] τό, das Oberkleid, Plut. Alex. 32.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπένδῠμα: τό, ἐπανωφόριον, Πλουτ. Ἀλέξ. 32.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
vêtement de dessus.
Étymologie: ἐπενδύνω.

Greek Monolingual

το (ΑΝ) επενδύω
νεοελλ.
1. περίβλημα, περικάλυμμα
2. λεπτός, μονόστιβος υμένας που καλύπτει τις κοιλίες του εγκεφάλου και τον κεντρικό σωλήνα του νωτιαίου μυελού
αρχ.
πανωφόρι, επενδύτης.

Greek Monotonic

ἐπένδῠμα: -ατος, τό, πανωφόρι, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπένδῠμα: ατος τό эпендима (род верхнего платья) Plut.