βασκαντικός: Difference between revisions

From LSJ

μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so

Source
(7)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βασκαντικός]], -ή, -όν (Α) [[βασκαίνω]]<br />[[φθονερός]], [[φιλοκατήγορος]].
|mltxt=[[βασκαντικός]], -ή, -όν (Α) [[βασκαίνω]]<br />[[φθονερός]], [[φιλοκατήγορος]].
}}
{{elru
|elrutext='''βασκαντικός:''' завистливый, злобный Plut.
}}
}}

Revision as of 07:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βασκαντικός Medium diacritics: βασκαντικός Low diacritics: βασκαντικός Capitals: ΒΑΣΚΑΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: baskantikós Transliteration B: baskantikos Transliteration C: vaskantikos Beta Code: baskantiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A envious, φθονητικὴ καὶ β. ἕξις Plu.2.682d, cf. Phld.Vit.p.42J.

German (Pape)

[Seite 438] Plut. Symp. 5, 7, 5, behexend.

Greek (Liddell-Scott)

βασκαντικός: -ή, -όν, ὑβριστικός, φθονερός, φιλοκατήγορος, Πλούτ. 2.682D.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui jette un sort, envieux, méchant.
Étymologie: βασκαίνω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 malicioso τὴν φθονητικὴν καὶ βασκαντικὴν ... ἕξιν Plu.2.682d.
2 subst. ἡ β. la malicia Aristo Phil.14.9.19.

Greek Monolingual

βασκαντικός, -ή, -όν (Α) βασκαίνω
φθονερός, φιλοκατήγορος.

Russian (Dvoretsky)

βασκαντικός: завистливый, злобный Plut.