ἁδύς: Difference between revisions
From LSJ
(2) |
(1) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἁδύς:''' Δωρ. αντί [[ἡδύς]]. | |lsmtext='''ἁδύς:''' Δωρ. αντί [[ἡδύς]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἁδύς:''' дор. = [[ἡδύς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:40, 31 December 2018
Greek (Liddell-Scott)
ἁδύς: Δωρ. ἀντὶ τοῦ ἡδύς.
French (Bailly abrégé)
dor. c. ἡδύς.
English (Slater)
ᾱδύς (ἁδεῖα, -είας, -εῖαν; -είας, -εῖαι: ἁδύ acc.: superl. ἁδίσταν.) γλεφάρων ἁδὺ κλάιθρον (sc. ὕπνον.) (P. 1.8)
1 εἴπερ τι φιλεῖς ἀκοὰν ἁδεῖαν αἰεὶ κλύειν (P. 1.90) ἁδείας ἐνίπτων ἐλπίδας (P. 4.201) ” ἁδείας τυχεῖν τὸ πρῶτον εὐνᾶς” (P. 9.41) ἁδεῖαί γε μὲν ἀμβολάδαν ἐν τελεταῖς δὶς Ἀθαναίων μιν ὀμφαὶ κώμασαν (ἁδείᾳ ἐν τελετᾷ Σγρ.) (N. 10.33) ἁδεῖα δ' ἔνδον μιν ἔκνιξεν χάρις (I. 6.50) ὅστις ἐὼν καλὸς εἶχεν Ἀφροδίτας εὐθρόνου μνάστειραν ἁδίσταν ὀπώραν (I. 2.5)
Greek Monotonic
ἁδύς: Δωρ. αντί ἡδύς.
Russian (Dvoretsky)
ἁδύς: дор. = ἡδύς.