Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μικροκέφαλος: Difference between revisions

From LSJ

Χρηστοῦ παρ' ἀνδρὸς χρὴ σοφόν τι μανθάνειν → Doceat te oportet vir probus sapientiam → Von einem Fachmann eigne dir was Weises an

Menander, Monostichoi, 546
(25)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[μικροκέφαλος]], -ον)<br />αυτός που έχει υπερβολικά μικρό [[κεφάλι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[μικροκέφαλος]]<br />α) <b>ανθρωπολ.</b> [[άτομο]] που παρουσιάζει [[μικροκεφαλία]]<br />β) <b>ζωολ.</b> [[χαρακτηρισμός]] διαφόρων ζώων, [[ιδίως]] εντόμων, με πολύ μικρό [[κεφάλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μικρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[κέφαλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ισο</i>-[[κέφαλος]].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[μικροκέφαλος]], -ον)<br />αυτός που έχει υπερβολικά μικρό [[κεφάλι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[μικροκέφαλος]]<br />α) <b>ανθρωπολ.</b> [[άτομο]] που παρουσιάζει [[μικροκεφαλία]]<br />β) <b>ζωολ.</b> [[χαρακτηρισμός]] διαφόρων ζώων, [[ιδίως]] εντόμων, με πολύ μικρό [[κεφάλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μικρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[κέφαλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ισο</i>-[[κέφαλος]].
}}
{{elru
|elrutext='''μῑκροκέφᾰλος:''' обладающий маленькой головой, малоголовый Arst.
}}
}}

Revision as of 07:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μικροκέφᾰλος Medium diacritics: μικροκέφαλος Low diacritics: μικροκέφαλος Capitals: ΜΙΚΡΟΚΕΦΑΛΟΣ
Transliteration A: mikroképhalos Transliteration B: mikrokephalos Transliteration C: mikrokefalos Beta Code: mikroke/falos

English (LSJ)

ον,

   A small-headed, Arist.Pr.955b6: Comp., Id.Phgn.809b5: Sup., Id.Pr.955b5.

German (Pape)

[Seite 184] kleinköpfig, im comparat., Arist. physiogn. 5(809, b. 5).

Greek (Liddell-Scott)

μῑκροκέφᾰλος: -ον, ὁ μικρὰν ἔχων κεφαλήν, Ἀριστ. Προβλ. 30. 3.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ μικροκέφαλος, -ον)
αυτός που έχει υπερβολικά μικρό κεφάλι
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο μικροκέφαλος
α) ανθρωπολ. άτομο που παρουσιάζει μικροκεφαλία
β) ζωολ. χαρακτηρισμός διαφόρων ζώων, ιδίως εντόμων, με πολύ μικρό κεφάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. ισο-κέφαλος.

Russian (Dvoretsky)

μῑκροκέφᾰλος: обладающий маленькой головой, малоголовый Arst.