μικροκέφαλος

From LSJ

Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann

Menander, Monostichoi, 121
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μικροκέφᾰλος Medium diacritics: μικροκέφαλος Low diacritics: μικροκέφαλος Capitals: ΜΙΚΡΟΚΕΦΑΛΟΣ
Transliteration A: mikroképhalos Transliteration B: mikrokephalos Transliteration C: mikrokefalos Beta Code: mikroke/falos

English (LSJ)

μικροκέφαλον, small-headed, Arist.Pr.955b6: Comp., Id.Phgn.809b5: Sup., Id.Pr.955b5.

German (Pape)

[Seite 184] kleinköpfig, im comparat., Arist. physiogn. 5(809, b. 5).

Russian (Dvoretsky)

μῑκροκέφᾰλος: обладающий маленькой головой, малоголовый Arst.

Greek (Liddell-Scott)

μῑκροκέφᾰλος: -ον, ὁ μικρὰν ἔχων κεφαλήν, Ἀριστ. Προβλ. 30. 3.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ μικροκέφαλος, -ον)
αυτός που έχει υπερβολικά μικρό κεφάλι
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο μικροκέφαλος
α) ανθρωπολ. άτομο που παρουσιάζει μικροκεφαλία
β) ζωολ. χαρακτηρισμός διαφόρων ζώων, ιδίως εντόμων, με πολύ μικρό κεφάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. ισοκέφαλος.