αἰνοπαθής: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one

Source
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἰνοπᾰθής:''' -ές, ([[πάσχω]]), αυτός που υφίσταται φρικτές βλάβες, δεινοπαθήματα, σε Ομήρ. Οδ., Ανθ.
|lsmtext='''αἰνοπᾰθής:''' -ές, ([[πάσχω]]), αυτός που υφίσταται φρικτές βλάβες, δεινοπαθήματα, σε Ομήρ. Οδ., Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''αἰνοπᾰθής:''' терпящий муки, горемычный Hom.
}}
}}

Revision as of 07:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰνοπᾰθής Medium diacritics: αἰνοπαθής Low diacritics: αινοπαθής Capitals: ΑΙΝΟΠΑΘΗΣ
Transliteration A: ainopathḗs Transliteration B: ainopathēs Transliteration C: ainopathis Beta Code: ai)nopaqh/s

English (LSJ)

ές,

   A suffering dire ills, Od.18.201, A.R.4.1078, AP7.167 (Diosc. or Hecat.); πατρίς Anacr.36.

Greek (Liddell-Scott)

αἰνοπᾰθής: -ές, = ὁ ὑφιστάμενος δεινὰ παθήματα, Ὀδ. Σ. 201. Ἀνθ., κτλ.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui souffre des maux affreux.
Étymologie: αἰνός, πάθος.

English (Autenrieth)

(πάσχω): dire-suffering, ‘poor sufferer,’ Od. 18.201†.

English (Slater)

αἰνοπαθής ?
   1 suffering dreadfully ]αἰνοπα[θ (supp. Lobel.) Θρ. 5c. 3.

Spanish (DGE)

(αἰνοπᾰθής) -ές

• Morfología: [lesb. ac. αἰνοπάθη<ν> Inc.Lesb.1 (= Anacr.187)]
1 que sufre terriblemente, infortunado, desgraciado με Od.18.201, αἰνοπάθη<ν> (cód. αἰνοπαθῆ) πατρίδ' ἐπόψομαι Inc.Lesb.1 (= Anacr.187), A.R.4.1078, Nonn.D.48.672, Δημαρέτη AP 7.167 (Diosc. o Hecat.Thas.), θυμός αἰ. GVI 924 (Laconia II/III d.C.), Λέανδρος Musae.319
esp. de pers. fallecidas SEG 42.522 (Larisa III a.C.), θυγάτηρ SEG 32.1608 (Cirene III d.C.)
αἰνοπαθῆ δάκρυα lágrimas de dolor, GVI 807.2 (Quíos I a.C.).
2 que hace sufrir terriblemente ὕβρις Orac.Sib.5.185.

Greek Monotonic

αἰνοπᾰθής: -ές, (πάσχω), αυτός που υφίσταται φρικτές βλάβες, δεινοπαθήματα, σε Ομήρ. Οδ., Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

αἰνοπᾰθής: терпящий муки, горемычный Hom.