εὔμνηστος: Difference between revisions
Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὔμνηστος:''' Δωρ. -μναστος, -ον, αυτός που θυμάται [[καλά]], [[επιμελής]], [[προσεκτικός]] σε [[κάτι]], με γεν., σε Σοφ. | |lsmtext='''εὔμνηστος:''' Δωρ. -μναστος, -ον, αυτός που θυμάται [[καλά]], [[επιμελής]], [[προσεκτικός]] σε [[κάτι]], με γεν., σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὔμνηστος:''' дор. [[εὔμναστος|εὔμνᾱστος]] 2 хорошо запомнивший, крепко помнящий (τινος Soph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:48, 31 December 2018
English (LSJ)
Dor. εὔ-μναστος, ον,
A well-remembering, mindful, τινος S.Tr.108 (lyr.); χρηστήριον Boeoi.
German (Pape)
[Seite 1081] wohl eingedenk, τινός Soph. Tr. 108.
Greek (Liddell-Scott)
εὔμνηστος: -ον, καλῶς ἐνθυμούμενος, σκεπτόμενος περί τινος, τινὸς Σοφ. Τρ. 109 (ἐν τῷ Δωρ. τύπῳ εὔμναστος), Ποιητ. παρὰ Παυσ. 10. 5, 8.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se souvient fidèlement de, gén..
Étymologie: εὖ, μιμνῄσκομαι.
Greek Monolingual
εὔμνηστος, -ον, δωρ. τ. εὔμναστος, -ον (Α)
αυτός που θυμάται ή αναπολεί, που σκέπτεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μνηστός (< μνάομαι «ενθυμούμαι»)].
Greek Monotonic
εὔμνηστος: Δωρ. -μναστος, -ον, αυτός που θυμάται καλά, επιμελής, προσεκτικός σε κάτι, με γεν., σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
εὔμνηστος: дор. εὔμνᾱστος 2 хорошо запомнивший, крепко помнящий (τινος Soph.).