ἐχενηΐς: Difference between revisions
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
(4) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐχενηΐς:''' -ΐδος, συνηρ. -νῇς, -ῇδος, ἡ ([[ναῦς]]), αυτός που εμποδίζει, καθυστερεί τα πλοία, [[άγκυρα]], σε Αισχύλ., Ανθ. | |lsmtext='''ἐχενηΐς:''' -ΐδος, συνηρ. -νῇς, -ῇδος, ἡ ([[ναῦς]]), αυτός που εμποδίζει, καθυστερεί τα πλοία, [[άγκυρα]], σε Αισχύλ., Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐχενηΐς:''' ΐδος ἡ рыба прилипало, ремора (предполож. Echeneis [[remora]], Leptecheneis naucrates или Remoropsis brachyptera L; в древности ей приписывалась способность задерживать корабли, к которым она прикреплялась своей овальной присоской) Arst., Plut.<br />ΐδος, стяж. [[ἐχενῇς]], ῇδος adj. f<br /><b class="num">1)</b> задерживающая корабли (ἀντίπνοοι ἄπλοιαι Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> останавливающая суда ([[ἄγκυρα]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ΐδος, contr. -νῇς, ῇδος, ἡ, (ναῦς)
A ship-detaining, ἄπλοιαι A.Ag.149 (lyr.); ἄγκυρα AP6.27.5 (Theaet.); γαλήνη Nonn.D.13.114. II a small fish, supposed to have the power of holding ships back, Arist. HA505b19, Opp.H.1.212, Plin.HN9.79; in form ἐχεναΐς, = Lat. remora, Donat. ad Ter.Andr. 739, Eun.302.
Greek (Liddell-Scott)
ἐχενηΐς: ΐδος, συνῃρ. -νῇς, ῇδος, ἡ, (ναῦς) ὁ κρατῶν τὰς ναῦς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 149 (ἴδε ἄπλοια)· ἄγκυρα Ἀνθ. Π. 6. 27· γαλήνη Νόνν. Δ. 13. 114. ΙΙ. μικρὸς ἰχθύς, περὶ οὗ ἐπιστεύετο ὅτι εἶχε τὴν δύναμιν νὰ κρατῇ ὀπίσω τὰ πλοῖα, remora, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 14, 4· πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 1. 212., Πλιν. Ν. Η. 9. 25. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 120.
French (Bailly abrégé)
ίδος
adj. f.
qui arrête ou retient les vaisseaux.
Étymologie: ἔχω, ναῦς.
Greek Monotonic
ἐχενηΐς: -ΐδος, συνηρ. -νῇς, -ῇδος, ἡ (ναῦς), αυτός που εμποδίζει, καθυστερεί τα πλοία, άγκυρα, σε Αισχύλ., Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἐχενηΐς: ΐδος ἡ рыба прилипало, ремора (предполож. Echeneis remora, Leptecheneis naucrates или Remoropsis brachyptera L; в древности ей приписывалась способность задерживать корабли, к которым она прикреплялась своей овальной присоской) Arst., Plut.
ΐδος, стяж. ἐχενῇς, ῇδος adj. f
1) задерживающая корабли (ἀντίπνοοι ἄπλοιαι Aesch.);
2) останавливающая суда (ἄγκυρα Anth.).