Ἐτεόκρητες: Difference between revisions

From LSJ

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Ἐτεόκρητες:''' οἱ, γνήσιοι, αληθινοί Κρήτες, ιθαγενείς Κρήτες, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''Ἐτεόκρητες:''' οἱ, γνήσιοι, αληθινοί Κρήτες, ιθαγενείς Κρήτες, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''Ἐτεόκρητες:''' ων οἱ коренные критяне (одно из пяти племен Крита): Ἐ., [[Ἀχαιοί]], [[Κύδωνες]], [[Δωριέες]], [[Πελασγοί]] Hom.
}}
}}

Revision as of 07:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἐτεόκρητες Medium diacritics: Ἐτεόκρητες Low diacritics: Ετεόκρητες Capitals: ΕΤΕΟΚΡΗΤΕΣ
Transliteration A: Eteókrētes Transliteration B: Eteokrētes Transliteration C: Eteokrites Beta Code: *)eteo/krhtes

English (LSJ)

οἱ,

   A true Cretans, Od.19.176, POxy.1241 v 27.

Greek (Liddell-Scott)

Ἐτεόκρητες: οἱ, ἀληθεῖς, γνήσιοι Κρῆτες, «οἱ Ἰθαγενεῖς Κρῆτες» (Εὐστ. Ὀδ. 1644. 47), Ὀδ. Τ. 176.

French (Bailly abrégé)

ων (οἱ) :
les Étéocrétois (vrais Crétois).
Étymologie: ἐτεός, Κρής.

English (Autenrieth)

(ἐτεός, Κρής): true (primitive) Cretans, Od. 19.176†.

Greek Monolingual

Ἐτεόκρητες, οἱ (Α)
οι αληθινοί, οι γνήσιοι Κρήτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεός «αληθινός, γνήσιος» + Κρήτες].

Greek Monotonic

Ἐτεόκρητες: οἱ, γνήσιοι, αληθινοί Κρήτες, ιθαγενείς Κρήτες, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

Ἐτεόκρητες: ων οἱ коренные критяне (одно из пяти племен Крита): Ἐ., Ἀχαιοί, Κύδωνες, Δωριέες, Πελασγοί Hom.