ἀσυνύπαρκτος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source
(6)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀσυνύπαρκτος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν μπορεί να συνυπάρξει με κάποιον άλλον.
|mltxt=[[ἀσυνύπαρκτος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν μπορεί να συνυπάρξει με κάποιον άλλον.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσυνύπαρκτος:''' не сосуществующий, несовместимый (ἀξιώματα Sext.).
}}
}}

Revision as of 07:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσυνύπαρκτος Medium diacritics: ἀσυνύπαρκτος Low diacritics: ασυνύπαρκτος Capitals: ΑΣΥΝΥΠΑΡΚΤΟΣ
Transliteration A: asynýparktos Transliteration B: asynyparktos Transliteration C: asynyparktos Beta Code: a)sunu/parktos

English (LSJ)

ον,

   A incapable of coexisting, A.D.Conj.221.8, Alex.Aphr.Quaest.97.28, S.E.P.2.202, Simp.in Cat.381.13.

German (Pape)

[Seite 381] nicht zusammen, neben einander bestehend, Sext. Emp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσυνύπαρκτος: -ον, ὁ μὴ συνυπάρχων, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 2. 202.

Spanish (DGE)

-ον
que no puede coexistir τὰ ἐναντία Alex.Aphr.Quaest.97.28, Iambl.in Nic.p.74, ἀξιώματα S.E.P.2.202, τὰ μέρη S.E.M.8.81, ἀ. ἡ δικαιοσύνη τῇ ἀδικίᾳ Didym.Gen.20.26, ἡ κατάφασις τῇ ἀποφάσει ἀ. Simp.in Cat.381.13, τὸ ... διαζευκτικὸν δηλοῦν τὸ ἀσυνύπαρκτον la conjunción disyuntiva que muestra la incompatibilidad de dos frases, A.D.Coni.221.8.

Greek Monolingual

ἀσυνύπαρκτος, -ον (Α)
αυτός που δεν μπορεί να συνυπάρξει με κάποιον άλλον.

Russian (Dvoretsky)

ἀσυνύπαρκτος: не сосуществующий, несовместимый (ἀξιώματα Sext.).