χρυσόζυγος: Difference between revisions

From LSJ

γλῶσσα πολλῶν ἐστιν αἰτία κακῶν → Malis initium lingua permultis dedit → Die Zunge ist vielfachen Leides Ursache

Menander, Monostichoi, 220
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χρῡσόζῠγος:''' -ον ([[ζυγόν]]), αυτός που έχει [[ζυγό]] από χρυσό, σε Ξεν.
|lsmtext='''χρῡσόζῠγος:''' -ον ([[ζυγόν]]), αυτός που έχει [[ζυγό]] από χρυσό, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''χρῡσόζῠγος:''' с золотым или с золоченым ярмом ([[ἅρμα]] HH, Xen.).
}}
}}

Revision as of 07:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσόζῠγος Medium diacritics: χρυσόζυγος Low diacritics: χρυσόζυγος Capitals: ΧΡΥΣΟΖΥΓΟΣ
Transliteration A: chrysózygos Transliteration B: chrysozygos Transliteration C: chrysozygos Beta Code: xruso/zugos

English (LSJ)

ον,

   A with yoke of gold, h.Hom.31.15, X.Cyr.8.3.12.

German (Pape)

[Seite 1380] mit goldenem Joche; H. h. 31, 15; Xen. Cyr. 8, 3,12.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσόζῠγος: -ον, ὁ ἔχων ζυγὸν ἐκ χρυσοῦ, χρυσόζυγον ἅρμα καὶ ἵππους Ὕμν. Ὁμ. 31. 15, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au joug d’or.
Étymologie: χρυσός, ζυγόν.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει ζυγό από χρυσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -ζυγος (< ζυγόν / ζυγός), πρβλ. ἰσό-ζυγος].

Greek Monotonic

χρῡσόζῠγος: -ον (ζυγόν), αυτός που έχει ζυγό από χρυσό, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσόζῠγος: с золотым или с золоченым ярмом (ἅρμα HH, Xen.).