αἰπολέω: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἰπολέω:''' μόνο σε ενεστ. και παρατ., [[βόσκω]] γίδες, σε Θεόκρ. — Παθ., λέγεται για [[κοπάδι]], [[ἄνευ]] βοτῆρος αἰπολούμεναι, [[χωρίς]] αιγοβοσκό, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''αἰπολέω:''' μόνο σε ενεστ. και παρατ., [[βόσκω]] γίδες, σε Θεόκρ. — Παθ., λέγεται για [[κοπάδι]], [[ἄνευ]] βοτῆρος αἰπολούμεναι, [[χωρίς]] αιγοβοσκό, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''αἰπολέω:''' пасти (коз и вообще мелкий скот) Lys., Theocr.; pass. пастись Aesch.
}}
}}

Revision as of 07:54, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰπολέω Medium diacritics: αἰπολέω Low diacritics: αιπολέω Capitals: ΑΙΠΟΛΕΩ
Transliteration A: aipoléō Transliteration B: aipoleō Transliteration C: aipoleo Beta Code: ai)pole/w

English (LSJ)

only in pres. and impf.,

   A tend goats, Eup.13, Theoc.8.85; ᾐπόλει ταῖς αἰξίν Lys.Fr.25:—Pass., ἄνευ βοτῆρος αἰπολούμεναι a flock tended by no herdsman, A.Eu.196.

Greek (Liddell-Scott)

αἰπολέω: ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. κ. παρατατ., βόσκω αἶγας, Εὔπολ. ἐν «Αἰξίν», 9, Θεόκρ. 8. 85· ἠπόλει ταῖς αἰξίν. Λυσ. Ἀποσπ. 13: - Παθ. ἄνευ βοτῆρος αἰπολούμεναι, ὁδηγούμεναι ἄνευ αἰγοβοσκοῦ, Αἰσχύλ. Εὐμ. 196.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
faire paître ou garder les chèvres.
Étymologie: αἰπόλος.

Spanish (DGE)

1 pastorear, cuidar cabras τὰς αἶγας Lys.Fr.19.1
gener. abs., Eup.12, Theoc.8.85, prov. de metomentodos o agitadores αἰπόλει σοί pastorea para tí e.e. pastorea tus propias cabras Diogenian.1.4.55, cf. Aristid.Or.28.80.
2 en v. med. pastar las cabras, A.Eu.196.

Greek Monotonic

αἰπολέω: μόνο σε ενεστ. και παρατ., βόσκω γίδες, σε Θεόκρ. — Παθ., λέγεται για κοπάδι, ἄνευ βοτῆρος αἰπολούμεναι, χωρίς αιγοβοσκό, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

αἰπολέω: пасти (коз и вообще мелкий скот) Lys., Theocr.; pass. пастись Aesch.