θυμοσοφικός: Difference between revisions
From LSJ
μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θῡμοσοφικός:''' -ή, -όν, [[ευφυής]], [[πνευματώδης]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''θῡμοσοφικός:''' -ή, -όν, [[ευφυής]], [[πνευματώδης]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θῡμοσοφικός:''' рассудительный, разумный Arph. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A clever, Ar.V.1280 (Sup.).
German (Pape)
[Seite 1225] ή, όν, weise durch eigene Einsicht (ἀπὸ σοφῆς φύσεως αὐτόματος), im superlat., Ar. Vesp. 1280.
Greek (Liddell-Scott)
θῡμοσοφικός: -ή, -όν, ὅμοιος πρὸς θυμόσοφον, εὐφυής, Ἀριστοφ. Σφηξ. 1280.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
d’une nature raisonnable, intelligente.
Étymologie: θυμόσοφος.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α θυμοσοφικός, -ή, -όν) θυμόσοφος
αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη θυμοσοφία ή στον θυμόσοφο.
Greek Monotonic
θῡμοσοφικός: -ή, -όν, ευφυής, πνευματώδης, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
θῡμοσοφικός: рассудительный, разумный Arph.