γνωμολογικός: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
(8)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[γνωμολογικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> ο [[σχετικός]] με τη [[γνωμολογία]]<br /><b>2.</b> ο διανθισμένος με [[πολλά]] γνωμικά.
|mltxt=-ή, -ό (AM [[γνωμολογικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> ο [[σχετικός]] με τη [[γνωμολογία]]<br /><b>2.</b> ο διανθισμένος με [[πολλά]] γνωμικά.
}}
{{elru
|elrutext='''γνωμολογικός:''' напоминающий гномические изречения, сентенциозный (τελευταί Arst.).
}}
}}

Revision as of 07:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γνωμολογικός Medium diacritics: γνωμολογικός Low diacritics: γνωμολογικός Capitals: ΓΝΩΜΟΛΟΓΙΚΟΣ
Transliteration A: gnōmologikós Transliteration B: gnōmologikos Transliteration C: gnomologikos Beta Code: gnwmologiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A sententious, τὰς τελευτὰς γ. ποιεῖσθαι Arist.Rh.Al.1439a5, Demetr.Eloc.9. Adv. -κῶς TheonProg.5.

German (Pape)

[Seite 498] zum Reden in Denksprüchen gehörig; τὸ γ., = vorigem, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

γνωμολογικός: -ή, -όν, πλήρης γνωμικῶν, Ἀριστ. Ρητ. Ἀλ. 33, 3, Δημ. Φαλ. 9.― Ἐπίρρ. –κῶς Walz Ρήτ. 1. 206.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 sentencioso, δεῖ ... γνωμολογικὰς τὰς τελευτὰς ποιεῖσθαι Anaximen.Rh.1439a5, ἔστι γὰρ καὶ ἀποφθεγματικὸν ἡ βραχύτης καὶ γνωμολογικόν Demetr.Eloc.9, cf. Marcellin.Vit.Thuc.51
neutr. subst. poema gnomológico τούτων δέ ἐστι πραγματικά, ... γνωμολογικά, γεωργικά Procl.Chr.37, cf. 97, Sch.D.T.450.13.
2 adv. -ῶς sentenciosamente προφέρονται δὲ αἱ μὲν γ., αἱ δὲ ἀποδεικτικῶς de figuras ret., Theo Prog.99.12, cf. 17, Sch.S.Ant.67P., cf. Sud.s.u. γνωμοτυπικῶς.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM γνωμολογικός, -ή, -όν)
1. ο σχετικός με τη γνωμολογία
2. ο διανθισμένος με πολλά γνωμικά.

Russian (Dvoretsky)

γνωμολογικός: напоминающий гномические изречения, сентенциозный (τελευταί Arst.).