ἐρωμανής: Difference between revisions
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
(14) |
(2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (AM [[ἐρωμανής]], -ές)<br />ο [[ερωτομανής]] («ἐρωμανῆ... διάθεσιν πρὸς τὸ [[μειράκιον]]», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που διεγείρει τον έρωτα («ἐρωμανῆ φίλτρα», <b>Ορφ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐρωμανῶς</i><br /><b>μσν.</b><br />με [[μανία]], με σφοδρή [[επιθυμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από θ. <i>ερωτής</i> ονομ. του <i>έρω</i>-<i>ς</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>μανής</i> <span style="color: red;"><</span> [[μαίνομαι]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[γυναιμανής]], [[θεομανής]] <b>κ.ά.</b>)]. | |mltxt=-ές (AM [[ἐρωμανής]], -ές)<br />ο [[ερωτομανής]] («ἐρωμανῆ... διάθεσιν πρὸς τὸ [[μειράκιον]]», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που διεγείρει τον έρωτα («ἐρωμανῆ φίλτρα», <b>Ορφ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐρωμανῶς</i><br /><b>μσν.</b><br />με [[μανία]], με σφοδρή [[επιθυμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από θ. <i>ερωτής</i> ονομ. του <i>έρω</i>-<i>ς</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>μανής</i> <span style="color: red;"><</span> [[μαίνομαι]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[γυναιμανής]], [[θεομανής]] <b>κ.ά.</b>)]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐρωμανής:''' безумно влюбленный Diod. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A maddened by love, διάθεσις πρὸς μειράκιον D.S.30.22, cf. Nonn.D.16.10, al. 2 exciting mad love, φίλτρα Orph.H.55.14 (ἐρωτομ- codd.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐρωμανής: -ές, ἐμμανὴς ὑπὸ ἔρωτος, Διοδώρ. Ἐκλογ. 581. 98 (κατὰ τὸν Vales, ἀντὶ ἐρωμένην). 2) ὁ διεγείρων ἐμμανῆ ἔρωτα, φίλτρα Ὀρφ. Ὕμν. 54. 14.
Greek Monolingual
-ές (AM ἐρωμανής, -ές)
ο ερωτομανής («ἐρωμανῆ... διάθεσιν πρὸς τὸ μειράκιον», Διόδ.)
αρχ.
αυτός που διεγείρει τον έρωτα («ἐρωμανῆ φίλτρα», Ορφ.).
επίρρ...
ἐρωμανῶς
μσν.
με μανία, με σφοδρή επιθυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από θ. ερωτής ονομ. του έρω-ς + -μανής < μαίνομαι (πρβλ. γυναιμανής, θεομανής κ.ά.)].
Russian (Dvoretsky)
ἐρωμανής: безумно влюбленный Diod.