συναμιλλάομαι: Difference between revisions
From LSJ
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνᾰμιλλάομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ., [[διαγωνίζομαι]] ή [[αμιλλώμαι]], [[μάχομαι]] μαζί με, σε Ευρ. | |lsmtext='''συνᾰμιλλάομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ., [[διαγωνίζομαι]] ή [[αμιλλώμαι]], [[μάχομαι]] μαζί με, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνᾰμιλλάομαι:''' состязаться, соревноваться Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:00, 31 December 2018
English (LSJ)
Med.,
A contend or struggle together, E.HF1206 (lyr., συναμιλλαταί 'rivals' Murray), Plu.2.786f.
German (Pape)
[Seite 999] dep. pass., mit Andern zugleich wetteifern; Eur. Herc. Fur. 1205; Plut. an seni 6.
Greek (Liddell-Scott)
συνᾰμιλλάομαι: ἀποθ., ἁμιλλῶμαι, ἢ ἀγωνίζομαι ὁμοῦ, δακρύοις συναμιλλᾶται Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1205 (ἔνθα ὁ Ἕρμαν. διορθοῖ δακρύοισιν ἁμιλλᾶται), ἴδε σημ. Paley, Πλούτ. 2. 786Ε.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
lutter ensemble.
Étymologie: σύν, ἁμιλλάομαι.
Greek Monotonic
συνᾰμιλλάομαι: μέλ. -ήσομαι, αποθ., διαγωνίζομαι ή αμιλλώμαι, μάχομαι μαζί με, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
συνᾰμιλλάομαι: состязаться, соревноваться Plut.