ποτιδέγμενος: Difference between revisions
From LSJ
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ποτῐδέγμενος:''' Δωρ. μτχ. του [[προσδέχομαι]], επίσης σε Όμηρ. | |lsmtext='''ποτῐδέγμενος:''' Δωρ. μτχ. του [[προσδέχομαι]], επίσης σε Όμηρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ποτῐδέγμενος:''' эп.-дор. part. к [[προσδέχομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ποτιδέχνυσο,
A v. προσδέχομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ποτῐδέγμενος: Δωρ. μετοχ. ἐν χρήσει καὶ παρ’ Ὁμήρ.· ἴδε προσδέχομαι.
French (Bailly abrégé)
v. προσδέχομαι.
English (Autenrieth)
see προσδέχομαι.
Greek Monotonic
ποτῐδέγμενος: Δωρ. μτχ. του προσδέχομαι, επίσης σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
ποτῐδέγμενος: эп.-дор. part. к προσδέχομαι.