ὑπερίστωρ: Difference between revisions

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερίστωρ:''' -ορος, ὁ, ἡ, αυτός που γνωρίζει [[πολύ]] [[καλά]], με γεν., σε Σοφ.
|lsmtext='''ὑπερίστωρ:''' -ορος, ὁ, ἡ, αυτός που γνωρίζει [[πολύ]] [[καλά]], με γεν., σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπερίστωρ:''' ορος adj. отлично знающий: [[κἀγὼ]] τοῦδ᾽ [[ἴστωρ]], ὑ. Soph. я сама это знаю и знаю слишком хорошо.
}}
}}

Revision as of 08:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερίστωρ Medium diacritics: ὑπερίστωρ Low diacritics: υπερίστωρ Capitals: ΥΠΕΡΙΣΤΩΡ
Transliteration A: hyperístōr Transliteration B: hyperistōr Transliteration C: yperistor Beta Code: u(peri/stwr

English (LSJ)

ορος, ὁ, ἡ,

   A knowing but too well, c. gen., S.El.850 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1197] ορος, ὁ, ἡ, mehr als zu Viel wissend, nur zu gut wissend, τινός, Soph. El. 840.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερίστωρ: -ορος, ὁ, ἡ, ὁ γινώσκων πολὺ καλῶς, μετὰ γεν., Σοφ. Ἠλ. 850.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ, ἡ)
qui sait trop bien, qui ne sait que trop, gén..
Étymologie: ὑπέρ, ἵστωρ.

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που γνωρίζει κάτι πολύ καλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἴστωρ «αυτός που γνωρίζει καλά, έμπειρος»].

Greek Monotonic

ὑπερίστωρ: -ορος, ὁ, ἡ, αυτός που γνωρίζει πολύ καλά, με γεν., σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερίστωρ: ορος adj. отлично знающий: κἀγὼ τοῦδ᾽ ἴστωρ, ὑ. Soph. я сама это знаю и знаю слишком хорошо.