συνθηρατής: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνθηρᾱτής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που παίρνει [[μέρος]] από κοινού με άλλους στο [[κυνήγι]], <i>τινός</i>, σε Ξεν.
|lsmtext='''συνθηρᾱτής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που παίρνει [[μέρος]] από κοινού με άλλους στο [[κυνήγι]], <i>τινός</i>, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''συνθηρᾱτής:''' οῦ ὁ досл. спутник по охоте, перен. помогающий искать (τῶν [[φίλων]] Xen.).
}}
}}

Revision as of 08:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνθηρᾱτής Medium diacritics: συνθηρατής Low diacritics: συνθηρατής Capitals: ΣΥΝΘΗΡΑΤΗΣ
Transliteration A: synthēratḗs Transliteration B: synthēratēs Transliteration C: synthiratis Beta Code: sunqhrath/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who joins in quest of, τῶν φίλων X.Mem.3.11.15.

Greek (Liddell-Scott)

συνθηρᾱτής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος θηρεύων, τί οὐ σύ μοι ἐγένου συνθηρατὴς τῶν φίλων; Ξεν. Ἀπομν. 3, 11, 15.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
compagnon de chasse.
Étymologie: συνθηράω.

Greek Monolingual

ὁ, Α συνθηρῶ
αυτός που κυνηγά από κοινού με κάποιον.

Greek Monotonic

συνθηρᾱτής: -οῦ, ὁ, αυτός που παίρνει μέρος από κοινού με άλλους στο κυνήγι, τινός, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

συνθηρᾱτής: οῦ ὁ досл. спутник по охоте, перен. помогающий искать (τῶν φίλων Xen.).