ξυλοφορία: Difference between revisions
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
(27) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ξυλοφορία]], ἡ (ΑΜ) [[ξυλοφόρος]]<br />[[μεταφορά]] ξύλων<br /><b>αρχ.</b><br />[[προσφορά]] ξύλων («καὶ κλήρους ἐβάλομεν περὶ κλήρου ξυλοφορίας», ΠΔ). | |mltxt=[[ξυλοφορία]], ἡ (ΑΜ) [[ξυλοφόρος]]<br />[[μεταφορά]] ξύλων<br /><b>αρχ.</b><br />[[προσφορά]] ξύλων («καὶ κλήρους ἐβάλομεν περὶ κλήρου ξυλοφορίας», ΠΔ). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ξῠλοφορία:''' ἡ носка дров Lys. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A wood-carrying, Lys.Fr.325 S. II wood-offering, LXXNe.10.34(35).
German (Pape)
[Seite 281] ἡ, das Holztragen; Lys. bei Poll. 7, 131; LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ξῠλοφορία: ἡ, τὸ φέρειν ξύλα, Λατ. lignatio, Λυσ. παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 131.
Greek Monolingual
ξυλοφορία, ἡ (ΑΜ) ξυλοφόρος
μεταφορά ξύλων
αρχ.
προσφορά ξύλων («καὶ κλήρους ἐβάλομεν περὶ κλήρου ξυλοφορίας», ΠΔ).
Russian (Dvoretsky)
ξῠλοφορία: ἡ носка дров Lys.