στεάτινος: Difference between revisions
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(38) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[στεάτινος]], -ίνη, -ον, ΝΑ [[στέαρ]], -<i>ατος</i>]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που αποτελείται ή παρασκευάζεται από [[στέαρ]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για άρτο) [[σταίτινος]]. | |mltxt=-η, -ο / [[στεάτινος]], -ίνη, -ον, ΝΑ [[στέαρ]], -<i>ατος</i>]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που αποτελείται ή παρασκευάζεται από [[στέαρ]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για άρτο) [[σταίτινος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''στεάτῐνος:''' Aesop. = [[σταίτινος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:04, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾱ], η, ον, (
A στέαρ 11) = σταίτινος, Aesop.58:—also στεατ-ίτης [ῑ] (sc. πλακοῦς), ὁ, Hsch. s.v. πίονες.
German (Pape)
[Seite 931] von Talg, Sp. – Auch = σταίτινος, Aesop. fab. 18, Ern.
Greek (Liddell-Scott)
στεάτῑνος: -η, -ον, (στέαρ ΙΙ), = σταίτινος, Αἴσωπ. 36 (Furia)· - ὡσαύτως στεατίτης (ἐξυπακ. πλακοῦς), ὁ, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
de pâte.
Étymologie: στέαρ.
Greek Monolingual
-η, -ο / στεάτινος, -ίνη, -ον, ΝΑ στέαρ, -ατος]
νεοελλ.
αυτός που αποτελείται ή παρασκευάζεται από στέαρ
αρχ.
(για άρτο) σταίτινος.
Russian (Dvoretsky)
στεάτῐνος: Aesop. = σταίτινος.