σιγηλός: Difference between revisions
Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σῑγηλός:''' -ή, -όν, Δωρ. σῑγᾱλός, <i>-όν</i>, αυτός που ρέπει στη [[σιωπή]], [[σιωπηλός]], [[άφωνος]], σε Σοφ.· <i>τὰ σιγηλά</i>, [[σιωπή]], [[ησυχία]], σε Ευρ. | |lsmtext='''σῑγηλός:''' -ή, -όν, Δωρ. σῑγᾱλός, <i>-όν</i>, αυτός που ρέπει στη [[σιωπή]], [[σιωπηλός]], [[άφωνος]], σε Σοφ.· <i>τὰ σιγηλά</i>, [[σιωπή]], [[ησυχία]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σῑγηλός:''' дор. [[σιγαλός|σῑγᾱλός]] 3<br /><b class="num">1)</b> молчащий, безмолвный, молчаливый Pind., Soph., Eur.;<br /><b class="num">2)</b> лишенный дара речи (τὰ ζῷα Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν, Dor. σῑγᾱλός, όν, Pi.P.9.92:—
A silent, Hp.Acut.65, S.Ph.741, Nicopho 27; disposed to silence, S.Tr.416; of animals, Arist.HA488a34; τὰ ἐκ ποδῶν σιγηλὰ σῴζοντες E.Ba.1049. Adv. -λῶς Poll.5.147.
German (Pape)
[Seite 878] dor. σιγαλός, bei Pind. P. 9, 92 zweier Endungen, σἰγαλὸς ἀμηχανία, schweigsam, still, ruhig; Soph. Trach. 416 Phil. 731; Eur. Suppl. 583 Bacch. 1047.
Greek (Liddell-Scott)
σῑγηλός: -ή, -όν, Δωρ. σῑγᾱλός, όν, Πινδ. Π. 9. 163· - ὁ ἔχων διάθεσιν πρὸς σιωπήν, σιωπηλός, ἄφωνος, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 395, Σοφ. Τρ. 416, Φιλ. 741· ἐπὶ ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 29· τὰ σιγηλά, σιωπή, Εὐρ. Βάκχ. 1049. - Ἐπίρρ. -λως, Πολυδ. Ε΄, 147.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
silencieux, taciturne.
Étymologie: σιγή.
Greek Monolingual
-ή, -ό / σιγηλός, -ή, -όν, ΝΑ
βλ. σιγαλός.
Greek Monotonic
σῑγηλός: -ή, -όν, Δωρ. σῑγᾱλός, -όν, αυτός που ρέπει στη σιωπή, σιωπηλός, άφωνος, σε Σοφ.· τὰ σιγηλά, σιωπή, ησυχία, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
σῑγηλός: дор. σῑγᾱλός 3
1) молчащий, безмолвный, молчаливый Pind., Soph., Eur.;
2) лишенный дара речи (τὰ ζῷα Arst.).