ἁλιφθόρος: Difference between revisions
From LSJ
(2) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἁλιφθόρος:''' -ον (ἅλς, [[φθείρω]]), αυτός που καταστρέφει στη [[θάλασσα]]· ως ουσ., [[πειρατής]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ἁλιφθόρος:''' -ον (ἅλς, [[φθείρω]]), αυτός που καταστρέφει στη [[θάλασσα]]· ως ουσ., [[πειρατής]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἁλιφθόρος:''' ὁ морской душегуб, пират (ληϊσταὶ καὶ ἁλιφθόροι Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A destroying on sea: as Subst., Pirate, AP7.654 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 99] im Meere vernichtend, Seeräuber, neben ληϊσταί Leon. Tar. 82 (VII, 654).
Greek (Liddell-Scott)
ἁλιφθόρος: -ον, ὁ ἐπὶ τῆς θαλάσσης καταστρέφων, ὡς οὐσιαστ., πειρατής, Ἀνθ. Π 7. 654.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
pirate (litt. qui cause la ruine en mer).
Étymologie: ἅλς¹, φθείρω.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
depredador del mar, pirata, AP 7.654 (Leon.).
Greek Monolingual
ἁλιφθόρος, -ον (Α)
αυτός που καταστρέφει στη θάλασσα, πειρατής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + -φθόρος < φθείρω.
ΠΑΡ. αρχ. ἁλιφθορία.
Greek Monotonic
ἁλιφθόρος: -ον (ἅλς, φθείρω), αυτός που καταστρέφει στη θάλασσα· ως ουσ., πειρατής, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἁλιφθόρος: ὁ морской душегуб, пират (ληϊσταὶ καὶ ἁλιφθόροι Anth.).