βακτήριον: Difference between revisions

From LSJ

ἔνθα μὲν οὔτε βοῶν οὔτ' ἀνδρῶν φαίνετο ἔργα → from there no works of men or oxen appeared

Source
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βακτήριον:''' τό, υποκορ. του [[βακτηρία]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''βακτήριον:''' τό, υποκορ. του [[βακτηρία]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''βακτήριον:''' τό Arph. = [[βακτηρία]] 1.
}}
}}

Revision as of 08:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βακτήριον Medium diacritics: βακτήριον Low diacritics: βακτήριον Capitals: ΒΑΚΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: baktḗrion Transliteration B: baktērion Transliteration C: vaktirion Beta Code: bakth/rion

English (LSJ)

τό, Dim. of βακτηρία, Ar.Ach.448, Men.Sam. 232 βακτηρ-ίς, ίδος, ἡ,

   A = βακτηρία, prob. in Achae.21.

German (Pape)

[Seite 427] τό, Stöckchen, Ar. Ach. 448; πτωχικόν ir. bei Poll. 10, 173.

Greek (Liddell-Scott)

βακτήριον: τό, ὑποκορ. τοῦ βακτηρία, Ἀριστοφ. Ἀχ. 448· - οὕτω βακτηρίδιον, Ἡσύχ. ἐν λ. κάλιον.

Spanish (DGE)

-ου, τό
dim. de βακτηρία bastoncito δέομαι ... πτωχικοῦ βακτηρίου me falta un bastoncito de mendicante Ar.Ach.448, cf. Fr.141.

Greek Monolingual

βακτήριον, το (Α) βακτηρία
(υποκορ. του βακτηρία) μικρό μπαστούνι.

Greek Monotonic

βακτήριον: τό, υποκορ. του βακτηρία, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

βακτήριον: τό Arph. = βακτηρία 1.