περιμάχομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698
(32)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[μάχομαι]] [[γύρω]] από [[κάτι]] ή για [[κάτι]].
|mltxt=Α<br />[[μάχομαι]] [[γύρω]] από [[κάτι]] ή για [[κάτι]].
}}
{{elru
|elrutext='''περιμάχομαι:''' (ᾰ) сражаться вокруг: οἱ περιμαχόμενοι Xen. те, которые вели бой вокруг (Кира).
}}
}}

Revision as of 08:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιμάχομαι Medium diacritics: περιμάχομαι Low diacritics: περιμάχομαι Capitals: ΠΕΡΙΜΑΧΟΜΑΙ
Transliteration A: perimáchomai Transliteration B: perimachomai Transliteration C: perimachomai Beta Code: perima/xomai

English (LSJ)

   A fight around one, X.Cyr.7.1.41.

German (Pape)

[Seite 582] (s. μάχομαι), um Etwas kämpfen, Xen. Cyr. 7, 1, 41; entweder um es zu vertheidigen od. es in seine Gewalt zu bekommen.

Greek (Liddell-Scott)

περιμάχομαι: ἀποθ., μάχομαι πέριξ τινός, ἀνεχώρισε πάντας τοὺς περιμαχομένους καὶ μάχεσθαι οὐδένα ἔτι εἴα Ξεν. Κύρ. 7. 1, 41.

French (Bailly abrégé)

seul. part. prés.
combattre tout autour, de tous côtés.
Étymologie: περί, μάχομαι.

Greek Monolingual

Α
μάχομαι γύρω από κάτι ή για κάτι.

Russian (Dvoretsky)

περιμάχομαι: (ᾰ) сражаться вокруг: οἱ περιμαχόμενοι Xen. те, которые вели бой вокруг (Кира).